penetração | |
construct. | έγχυση ενέματος; ένεση |
el. | διάτρηση |
industr. construct. | διείσδυση |
med. | διείσδυσις |
met. | διείσδυση στη ρίζα της ραφής |
dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
conta bancária | |
fin. | τραπεζικός λογαριασμός |
| |||
έγχυση ενέματος; ένεση | |||
διάτρηση | |||
διείσδυση | |||
διείσδυσις | |||
διείσδυση στη ρίζα της ραφής | |||
βάθος διείσδυσης |
penetração: 137 phrases in 23 subjects |