obra | |
commun. | βιβλιοεργασία; εκτενές σύγραμμα |
construct. | έργο |
lab.law. | εργοτάξιο; χώρος εργασίας |
Público | |
comp., MS | Δημόσιο |
| |||
βιβλιοεργασία; εκτενές σύγραμμα | |||
έργο | |||
εργοτάξιο; χώρος εργασίας | |||
κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι; εργάζομαι; κατασκευάζω |
obras: 316 phrases in 34 subjects |