memória | |
commun. | διακόπτης μνήμης |
comp., MS | μνήμη |
health. | προσληπτική λειτουργία της μνήμης |
IT | αποθήκευση; μονάδα μνήμης |
med. | ανάμνησις |
fixo | |
agric. | προσκολλητικό |
| |||
διακόπτης μνήμης | |||
μνήμη | |||
προσληπτική λειτουργία της μνήμης | |||
αποθήκευση; μονάδα μνήμης | |||
ανάμνησις | |||
| |||
απομνημονεύματα |
memória: 638 phrases in 19 subjects |