material genético | |
med. | γενετικό υλικό; το σημείο του εμβρύου όπου εμφανίζεται η πρώτη διαφοροποίηση; γενετικός παράγων |
de espécie | |
forestr. | επιλογή δέντρου; είδους |
| |||
γενετικό υλικό; το σημείο του εμβρύου όπου εμφανίζεται η πρώτη διαφοροποίηση; γενετικός παράγων |
material genético: 7 phrases in 4 subjects |
Environment | 1 |
Health care | 1 |
Medical | 3 |
Natural sciences | 2 |