DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
governo central
gen. κεντρική διοίκηση
environ. κεντρική κυβέρνηση (διοίκηση); δημόσιο; κρατικός (-ή, -ό)
gov., fin. κεντρική δημόσια διοίκηση