DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
frango de carne
agric., food.ind. νεοσσός κρεατοπαραγωγής; βρώσιµο κοτόπουλο; κοτόπουλο για ψήσιμο; κοτόπουλο κρεατοπαραγωγής