DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
factoring em sentido próprio
commer., fin., account. φάκτορινγκ; ανάληψη απαιτήσεων τρίτων; διενέργεια πράξεων αναδόχου είσπραξης εμπορευματικών απαιτήσεων; σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων