|
|
agric. |
υλοτόμιον |
anim.husb., food.ind. |
τεμάχιο |
chem. |
ταγιάρισμα |
chem., met. |
διατομή επιφάνειας |
coal. |
εγκάρσια τομή; αποκεφαλισμός; ακρωτηριασμός |
commun. |
διαγραφή προγράμματος |
commun., el. |
άνοιγμα; απόζευξη |
el. |
αποσύνδεση τροφοδοσίας; αποσύνδεση; διακοπή λειτουργίας; τρήμα; απόξεση; ψηκτρισμός |
environ. |
χορτοκοπή/θερισμός |
food.ind. |
κοπή; έκθλιψη; θραύση; ανάμιξη |
forestr. |
τομή |
forestr., industr., construct. |
διάτμησις |
immigr., tech. |
αποκοπή με "κοπτικό" |
industr. |
κόψιμο των σελίδων; ξάκρισμα; τεμαχισμός; τόρνευση |
industr., construct. |
σχίσιμο κατά μήκος; εγκάρσια κοπή; κομμάτι; αποκοπή |
industr., construct., chem. |
Σπάσιμο; θρυμμάτισμα γυαλιού σε υαλόθραυσμα |
industr., construct., met. |
κόψιμο με ψαλίδι; κόψιμο |
law, social.sc. |
μείωση |
mech.eng. |
αποσύνδεσις; απόζευξις; διακοπή |
med. |
διατομή (sectio); τομή (sectio) |
met. |
λεία κοπή; διαμελισμός; κοπή χωρίς απόβλητα |
stat., scient., el. |
διακοπή προγράμματος |
transp. |
διακοπή τροφοδοσίας |
|
|
gen. |
διακοπή παροχής |
agric. |
τεμαχίζω; θρυμματοποίηση |
Braz., comp., MS |
περικοπή |
comp., MS |
αποκοπή; αποκόπτω |
industr., construct., met. |
κερματίζω |
met. |
αφαιρώ διά της κοπής; διαμελίζω; διατέμνω; κόβω χωρίς απόβλητα |
social.sc. |
κόβω |