DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
corredor verde
hobby, environ. χώρος πρασίνου; πράσινη ζώνη; πράσινος διάδρομος
mun.plan., environ., nat.res. πράσινος -η διάδρομος/δίοδος/λωρίδα; πράσινος "" διάδρομος/δίοδος/λωρίδα"
corredores verdes
environ. "πράσινος " διάδρομος; δίοδος; λωρίδα
mun.plan., environ., nat.res. πράσινος "" διάδρομος/δίοδος/λωρίδα"; πράσινος -η διάδρομος/δίοδος/λωρίδα