DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
absentismo n
econ. συστηματική απουσία από την εργασία
lab.law. απουσία λόγω ασθενείας; απουσία μισθωτού
law, lab.law. απουσιασμός; αποχή κατ'επανάληψη; συχνή έλλειψη; συχνή απουσία
absentismo: 3 phrases in 2 subjects
Employment1
Labor law2