parceria | |
gen. | πνεύμα συνεργασίας; εταιρική σχέση |
comp., MS | συνεργασία |
dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Parar | |
comp., MS | Διακοπή |
cooperação para o desenvolvimento | |
environ. | συνεργασία για την ανάπτυξη |
eficaz | |
account. | αποτελεσματικό |
| |||
πνεύμα συνεργασίας; εταιρική σχέση | |||
συνεργασία | |||
επίμορτη αγροληψία |
Parceria: 118 phrases in 23 subjects |