auxiliar | |
commun. nat.sc. agric. | ωφέλιμος |
law | έκτακτο προσωπικό δημοσίου; έκτακτος δημοσίου |
law lab.law. | αρωγός; βοηθός; επίκουρος |
dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
laboratório | |
pharma. | εργαστήριο |
| |||
ωφέλιμος | |||
έκτακτο προσωπικό δημοσίου; έκτακτος δημοσίου | |||
αρωγός; βοηθός; επίκουρος | |||
διασώστης |
Auxiliar: 403 phrases in 42 subjects |