comissário | |
law | Επίτροπος; ευρωεπίτροπος; ευρωπαίος επίτροπος; μέλος της Επιτροπής; μέλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
law lab.law. | ειδικός εντολοδόχος |
comissários | |
environ. | εντεταλμένος επιθεωρητής |
Parar | |
comp., MS | Διακοπή |
minorias | |
environ. | μειονότητα |
Alto: 1103 phrases in 57 subjects |