acordo | |
econ. | συμφωνία |
law | συμφωνία; συναίνεση; συγκατάθεση; συμβόλαιον; διακανονισμός; διευθέτηση |
law lab.law. | σύμφωνο |
Comissão Geral das Pescas do Mediterrâneo | |
fish.farm. | Γενική Επιτροπή Αλιείας για τη Μεσόγειο |
| |||
συμφωνία; συναίνεση; συγκατάθεση; συμβόλαιον; διακανονισμός; διευθέτηση; συμβατική διευθέτηση | |||
σύμφωνο | |||
| |||
συμφωνία; συμφωνία νομικός όρος | |||
| |||
κοινή συμφωνία | |||
| |||
συμφωνία (ΕE) | |||
| |||
συμφωνία διοικητικής φύσεως |
Acordo: 1335 phrases in 52 subjects |