órgão | |
arts. | εκκλησιαστικό όργανο; εκκλησιαστικό όργανο με ηχητικούς αυλούς |
econ. market. | όργανο |
med. | όργανον |
textile | μεγάλο πηνίο |
dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
recurso | |
comp., MS | περιουσιακό στοιχείο, πάγιο |
| |||
εκκλησιαστικό όργανο; εκκλησιαστικό όργανο με ηχητικούς αυλούς | |||
όργανο | |||
όργανον | |||
μεγάλο πηνίο | |||
| |||
όργανο |
órgão: 319 phrases in 39 subjects |