DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
yoke [jəuk] n
agric. μεταλλικό περιλαίμιο
coal. υποστήριξη
earth.sc. μαγνητικό κύκλωμα μαγνήτη; οπλισμός μαγνήτη
el. ζύγωμα
industr., construct. ζυγός
mech.eng. ανυψωτική δοκός; κοτσαδώρος; μοχλός; σφαιρικός σύνδεσμος
mech.eng., construct. πλαίσιον
met. ζευκτήρας
transp., mech.eng. διχαλωτό προσάρτημα; ομφαλός ζυγώματος; αναβολέας άρθρωσης ριναίου σκέλους προσγείωσης; προσάρτημα μορφής αναβολέα
to yoke n
agric. ζεύγνυμι; ζεύξη στο ζυγό; ζεύω
yoke: 55 phrases in 12 subjects
Agriculture15
Astronautics1
Chemistry3
Communications3
Earth sciences1
Forestry3
Industry1
Information technology2
Materials science1
Mechanic engineering15
Medical2
Transport8