tactical | |
gen. | εντός του θεάτρου επιχειρήσεων |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
tactical: 7 phrases in 3 subjects |
Economy | 1 |
Finances | 1 |
General | 5 |