DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
soft money ['sɔft'mʌnɪ]
fin. ακάλυπτο χρήμα; παραστατικό χρήμα; πιστωτικό χρήμα; χαρτονόμισμα; χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης