DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
rockrose [rɔk'rəuz] adj.
nat.res. αλίσαρος (Cistus spp.); αλιταριές (Cistus spp.); ατίσαρος (Cistus spp.); κίσθαρος (Cistus spp.); κίσθος (Cistus spp.); κίσσαρος (Cistus spp.); κίστος (Cistus spp.); κιστά (Cistus spp.); κιστάρια (Cistus spp.); κουνουκλιές (Cistus spp.); λαδανιές (Cistus spp.); ξιστάρια (Cistus spp.); ξισταριές (Cistus spp.); κίστος ο λαδανοφόρος (Cistus ladaniferus)