international | |
gen. | Διεθνής; διεθνές; διεθνής |
manual | |
gen. | χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος |
demand service | |
commun. | σύστημα ταχείας εξυπηρέτησης; τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία κατ'απαίτηση |
English thesaurus | |||
| |||
QO |
quality of: 165 phrases in 28 subjects |