productive | |
gen. | παραγωγική; παραγωγικό |
agric. chem. el. | παραγωγικό πηγάδι |
ratio | |
earth.sc. life.sc. transp. | λόγος ταχυτήτων |
econ. | λόγος μεγεθών |
math. | πηλίκο ή λόγος |
| |||
παραγωγική; παραγωγικό | |||
παραγωγικό πηγάδι | |||
παραγωγικός; αποδοτικός; γόνιμος; εύφορος |
productive: 57 phrases in 20 subjects |