route | |
gen. | γραμμή |
commer. transp. avia. | αερογραμμή; αεροδιάδρομος; αεροδιάδρομος αυτόματου συστήματος εναέριας κυκλοφορίας; διαδρομή ATS |
med. | πορεία; μονοπάτι; μηχανισμός |
routing | |
commun. | οδός διαβίβασης |
comp., MS | δρομολόγηση |
preferential: 105 phrases in 19 subjects |