periodic | |
med. | περιοδικός |
stat. scient. el. | περιοδικό |
reversal | |
el. | αντιστροφή |
fin. | αντίστροφη μετατροπή |
fin. scient. | συντελεστής αντιστροφής; αντιστροφή τάσης της αγοράς |
industr. construct. met. | α ναστροφή |
| |||
περιοδικός | |||
περιοδικό | |||
| |||
περιοδική έκδοση; περιοδικό; σειρά | |||
English thesaurus | |||
| |||
pdic; per |
periodic: 182 phrases in 32 subjects |