| |||
μητρική εταιρεία (A company that owns more than one separate subsidiary) | |||
μητρική εταιρεία | |||
μητρική επιχείρηση | |||
δεσπόζουσα εταιρεία; ελέγχουσα εταιρεία; κυρίαρχη επιχείρηση |
parent company: 10 phrases in 4 subjects |
Accounting | 3 |
Finances | 4 |
Law | 1 |
Taxes | 2 |