| |||
πετρελαιοφόρο/δεξαμενόπλοιο | |||
πετρελαιοφόρο | |||
δεξαμενόπλοιο; τάνκερ; πετρελαιοφόφο ; δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο | |||
δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο | |||
| |||
πετρελαιοφόρο; δεξαμενόπλοιο |
oil tanker: 14 phrases in 4 subjects |
Environment | 2 |
Natural sciences | 1 |
Politics | 1 |
Transport | 10 |