nuclear | |
gen. | πυρηνική; πυρηνικό |
family | |
gen. | ομάδα στοιχείων |
el. | οικογένεια διατάξεων; σειρά στοιχείων; οικογένεια ολοκληρωμένων κυκλωμάτων |
med. | οικογένεια; γένος |
| |||
πυρηνική; πυρηνικό | |||
πυρηνικός; πυρηνοειδής | |||
English thesaurus | |||
| |||
ncr; nu; nuc; nucl; nuke |
nuclear: 789 phrases in 39 subjects |