national economy | |
econ. | εθνική οικονομία; οικονομία του δημόσιου τομέα |
as | |
gen. | διότι; ως; καθώς |
whole | |
gen. | ολόκληρη; ολόκληρο; σύνολο |
| |||
εθνική οικονομία; οικονομία του δημόσιου τομέα | |||
| |||
εθνική οικονομία |
national economy: 12 phrases in 4 subjects |
Economy | 7 |
Environment | 2 |
General | 2 |
Statistics | 1 |