minority | |
environ. | μειονότητα; μειοψηφία |
h.rghts.act. social.sc. econ. | μειονότητα/μειοψηφία |
med. | μειονότητα |
interest | |
econ. | τόκος |
| |||
μειονότητα/μειοψηφία | |||
μειονότητα | |||
κατάσταση του ανηλίκου | |||
| |||
μειονότητα; μειοψηφία | |||
English thesaurus | |||
| |||
min |
minority: 83 phrases in 15 subjects |