DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
keyway ['ki:weɪ] n
construct. εγκοπή; εντορμία
el. υποδοχή
mech.eng. αντιδιατμητική οδόντωση αρμού; αύλακας μετάδοσης περιστροφής; σφηναύλακας; σφηνότοπος; σφηνόδρομος; σφηναύλακα
transp., mech.eng. σφηνόδρομοι; αυλακώσεις
 English thesaurus
keyway ['ki:weɪ] abbr.
abbr., automat. ky
keyway: 11 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering2
Metallurgy9