DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
insider trading
econ. αθέμιτη χρηματιστηριακή εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών
fin. πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες; συναλλαγές εταιρικών στελεχών; πράξη προσώπου που είναι κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών; αδίκημα μέλους του χρηματιστηρίου
insider trading: 4 phrases in 2 subjects
Criminal law1
Finances3