harvest | |
gen. | σοδειά |
agric. | εσοδεία; θερισμός; συλλογή; θερισμός σιτηρών; συλλέγω το μέλι; τρυγώ την κυψέλη |
econ. | συγκομιδή |
environ. | συγκομιδή |
forestr. | συγκομίζω |
prospect | |
comp., MS | προοπτική |
| |||
σοδειά | |||
εσοδεία; θερισμός; συλλογή; θερισμός σιτηρών | |||
συγκομιδή | |||
συγκομίζω | |||
| |||
συλλέγω το μέλι; τρυγώ την κυψέλη | |||
| |||
συγκομιδή | |||
| |||
δασική εκμετάλλευσις |
harvest: 142 phrases in 17 subjects |