drilling | |
gen. | διατρητικές εργασίες; εργασίες γεώτρησης |
agric. | γραμμική σπορά |
coal. | γεωτρήματα; όρυξη διατρημάτων; οπαί γεωτρήσεων |
econ. | γεώτρηση |
environ. | διάτρηση |
mater.sc. | διάτρηση |
met. mech.eng. | διάτρηση μη προδιαμορφωμένης οπής |
deviated: 4 phrases in 2 subjects |
Coal | 2 |
Oil / petroleum | 2 |