collective | |
gen. | συλλογική; συλλογικό; συλλογικός |
farm | |
agric. fish.farm. | υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση; μovάδα υδατoκαλλιέργειας |
econ. | εκμετάλλευση |
econ. agric. | γεωργική εκμετάλλευση; αγροτική εκμετάλλευση |
environ. | αγρόκτημα |
| |||
συλλογική; συλλογικό; συλλογικός | |||
οργανισμός συλλογικών επενδύσεων | |||
English thesaurus | |||
| |||
coll |
collective: 255 phrases in 39 subjects |