certification | |
agric. | φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό |
environ. | πιστοποίηση; βεβαίωση; χορήγηση πιστοποιητικού |
of | |
gen. | από |
conformity | |
law | πιστότητα' συμμόρφωση |
math. | συμμόρφωση |
| |||
φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό | |||
πιστοποίηση | |||
| |||
πιστοποίηση; βεβαίωση; χορήγηση έκδοση πιστοποιητικού | |||
English thesaurus | |||
| |||
recertification (MichaelBurov) | |||
A judge's order to move a criminal case to another court in a different county | |||
cert |
certification: 168 phrases in 29 subjects |