adhesive | |
agric. | προσκολλητική ουσία |
chem. | προσκολλητική ύλη |
econ. | συγκολλητικό |
environ. | κολλητική ουσία; αυτοκόλλητο |
health. | συγκόλληση |
industr. chem. | συγκολλητική ύλη |
dowel | |
construct. | υπερύψωμα επί αναχώματος |
| |||
κολλώδης; συγκολλητικός; κόλλα | |||
| |||
προσκολλητική ουσία | |||
προσκολλητική ύλη | |||
συγκολλητικό | |||
αυτοκόλλητο | |||
συγκόλληση | |||
συγκολλητική ύλη | |||
κολλητική ουσία | |||
| |||
κολλητική ουσία; αυτοκόλλητο; συγκολλητικό | |||
English thesaurus | |||
| |||
adh |
adhesive: 215 phrases in 17 subjects |