DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
acid embrittlement
met. ευθραυστότητα λόγω οξέως; όξινη ευθραυστότητα; ευθραυστότητα λόγω καθαρισμού με οξύ; ευθραυστότητα λόγω επαφής με οξύ