accommodation | |
gen. | διευκόλυνση |
agric. construct. | τεχνικόν έργον αγροτικής διαβάσεως |
demogr. mun.plan. | διανομή |
ed. | στέγαση |
med. | προσαρμογή; ισχύς προσαρμογής; προσαρμογή ματιού; διευθέτηση |
mun.plan. mater.sc. | στέγαση |
centre | |
life.sc. | κέντρωση |
| |||
διευκόλυνση | |||
τεχνικόν έργον αγροτικής διαβάσεως | |||
διανομή | |||
προσαρμογή; ισχύς προσαρμογής; προσαρμογή ματιού; διευθέτηση | |||
στέγαση | |||
επίπεδο οργάνωσης της συγκρότησης των μονάδων υφής | |||
| |||
στέγαση | |||
English thesaurus | |||
| |||
accom | |||
accn | |||
| |||
acommodation (acommodation -- распространенное неверное написание слова aCCommodation. перейдите по ссылке, чтобы увидеть переводы слова accommodation и фраз с ним SirReal) | |||
| |||
accomodation (SirReal) |
accommodation: 148 phrases in 22 subjects |