seal | |
chem. | κολλώ |
econ. | φώκια |
environ. | στοιχείο στεγανοποίησης; επικάλυψη; στοιχείο στεγανοποίησης/επικάλυψη |
industr. construct. | εμφράσσω τους πόρους; κλείνω τους πόρους |
mater.sc. | σφράγιση; σφράγισμα |
seals | |
nat.res. | πτερυγιόποδα |
abradable: 1 phrase in 1 subject |
Mechanic engineering | 1 |