coating | |
chem. | γάνωμα; επικάλυψη; επάλειψη |
earth.sc. life.sc. | αντιανακλαστική επεξεργασία |
met. | επίχριση; περίβλημα; προϊόν που χρησιμεύει για την επένδυση |
social.sc. | μαστουρωμένος; φτιαγμένος |
coatings | |
industr. construct. | μάλλινα υφάσματα |
Antireflective coating: 1 phrase in 1 subject |
Physical sciences | 1 |