DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
franchise f
commer., econ. παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης στη διανομή; franchising; δικαιόχρηση; δικαιοχρησία; μίσθωση επιχειρηματικής οργάνωσης
fin. ατέλεια; περιθώριο αδράνειας
fin., tax. απαλλαγή; όριο ενεργοποίησης
insur. ίδια συμμετοχή
franchises f
agric. εξαιρετέα περιθώρια
fin. απαλλαγή από δασμούς; δασμολογική ατέλεια
franchisé f
gen. δικαιοδόχος; λήπτης
franchisés f
gen. δικαιοδόχοι
franchiser v
market., commer. παρέχω δικαίωμα συμμετοχής σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας/franchise
franchise: 293 phrases in 13 subjects
Agriculture1
Business1
Commerce20
Communications4
Economy4
Finances25
General3
Health care2
Insurance6
Law64
Marketing150
Taxes9
Transport4