DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Metallurgy containing T | all forms | exact matches only
DanishGreek
fræsning som sletfræsnings.d.mest udført med knivhovedφρεζάρισμα ακριβείας
skrå T-samlingσύνδεση με ραφή συγκολλήσεως ελασμάτων σε T οξείας γωνίας
stænger og fladjern,vinkeljern,T-profiler,vulstfladjern,lette profiler og specialprofilerεπίπεδα προϊόντα και άλλες συμπαγείς ράβδοι,μορφοχάλυβες
T-bøjeprøveδοκιμή κάμψης
T-forbindelse med notσύνδεση με πατούρα T
T-jernσιδηροδοκός τύπου απλού Τ
T-not planαυλακωτή πλάκα
T-samlingσύνδεση με ραφή συγκολλήσεως ελασμάτων σε T ορθής γωνίας
T-sporsfræserκονδυλοειδής φρέζα σφηναυλάκων διατομής Τ.
T-T-T-kurveκαμπύλη ισοθέρμου μετασχηματισμού
T-T-T-kurveκαμπύλη ΤΤΤ
T-T-T-kurveκαμπύλη S