DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Employment containing του | all forms | exact matches only
GreekDanish
δικαίωμα σε υπαλλήλους να αγοράσουν μετοχές του εργοδότη σε προκαθορισμένη τιμήaktieoptionsordning
"Η πρώτη σου εργασία μέσω του EURES""Dit første Euresjob"
μείωση του προσωπικούnedskæringer
Σύμβαση για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκησηkonvention om beskyttelse af organisationsretten og metoder for fastsættelse af arbejdsvilkår i den offentlige sektor