DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Microsoft containing δίκτυο | all forms
GreekDanish
αλληλοσυνδεόμενο δίκτυοsammenkoble indbyrdes
ασφαλές δίκτυοsikkert netværk
ασύρματο δίκτυοtrådløst netværk
ασύρματο δίκτυο ευρείας περιοχήςWWAN (trådløst wide area network)
δίκτυο εκπομπήςbroadcastnetværk
δίκτυο εμφάνισης βίντεοVidPN (video present network)
δίκτυο ευρείας ζώνηςbredbåndsnetværk
δίκτυο ευρείας περιοχήςWide Area Network
δίκτυο κινητής τηλεφωνίαςmobilnetværk
δίκτυο κινητής τηλεφωνίας, κινητόmobiltelefon
δίκτυο κινητής τηλεφωνίας, κινητόmobilnetværk
Δίκτυο μέσω ΤηλεφώνουNetværk via modem
δίκτυο μέσω τηλεφώνουmodemforbindelse
δίκτυο με βάση τη χρήσηnetværk efter forbrug
δίκτυο με δυνατότητα πολλαπλής διανομήςmulticast-aktiveret netværk
Δίκτυο ad hoc ομάδαςAd hoc-netværk til grupper
δίκτυο συμπλέγματοςklyngenetværk
δίκτυο υπολογιστή-προς-υπολογιστήcomputer-til-computer-netværk
δίκτυο υπό περιορισμόbegrænset netværk
διακομιστής πρόσβασης στο δίκτυοnetværksadgangsserver
εικονικό δίκτυοvirtuelt netværk
εικονικό ιδιωτικό δίκτυοvirtuelt privat netværk
εκτεταμένο δίκτυοudvidet netværk
εταιρικό δίκτυοfirmanetværk
ιδιωτικό δίκτυοprivat netværk
κοινωνικό δίκτυοsocialt netværk
κρυφό δίκτυοskjult netværk
Οικείο δίκτυο, Τοπική κάλυψηStarttjeneste
ομότιμο δίκτυοpeer-to-peer-netværk
οριοθετημένο δίκτυοafskærmet netværk
παραδοσιακό περιμετρικό δίκτυοtraditionelt afskærmet netværk
προεπιλεγμένο δίκτυοstandardnetværk
τοπικό δίκτυοprivat netværk
τοπικό δίκτυοlokalnetværk
υπηρεσία σύνδεσης στο δίκτυοtjenesten Netlogon