DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Statistics containing ομάδα των | all forms
GreekDanish
ηλικιακή ομάδα, κατηγορία έτους, ομάδα ηλικιώνårgang
ηλικιακή ομάδα, κατηγορία έτους, ομάδα ηλικιώνårsklasse
ηλικιακή ομάδα, κατηγορία έτους, ομάδα ηλικιώνaldersgruppe
ονομαστική ισχύς των μηχανών που αποτελούν μια υδροηλεκτρική ομάδαmaksimal varig nettoydeevne for en blok