DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing υποβάθμιση | all forms
GreekGerman
ιεραρχική υποβάθμιση εργαζομένουVersetzung wegen Nichteignung
ποιοτική υποβάθμιση των στοιχείων του ενεργητικούQualitätsminderung der Aktiva
Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για τη μείωση των εκπομπών από την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασώνKooperationsprogramm der Vereinten Nationen zur Reduktion von Emissionen aus Entwaldung und Waldschädigung in den Entwicklungsländern
Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για τη μείωση των εκπομπών από την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασώνUN-REDD-Programm
υποβάθμιση του περιβάλλοντοςUmweltverschlechterung