DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Commerce containing υπηρεσία | all forms
GreekEnglish
οικιακή υπηρεσίαdomestic services
Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας ΚαταναλωτώνPrice Control and Consumers' Protection Service
Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας ΚαταναλωτώνCompetition and Consumer Protection Service
Υπηρεσία Δράσης των Πολιτών της Ευρωπαϊκής ΄ΕνωσηςEuro Citizen Action Service
υπηρεσία ελέγχου προσέγγισηςapproach control service
υπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησηςpoint of single contact
υπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησηςsingle window
υπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησηςsingle point of contact
υπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησηςsingle entry point
υπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησηςone-stop shop
υπηρεσία επιτήρησης των σημάτωνmark watching
υπηρεσία επιτήρησης των σημάτωνtrade mark watching service
υπηρεσία μιας στάσηςpoint of single contact
υπηρεσία μιας στάσηςsingle entry point
υπηρεσία μιας στάσηςsingle window
υπηρεσία μιας στάσηςsingle point of contact
υπηρεσία μιας στάσηςone-stop shop
υπηρεσία "πολιτική καταναλωτών"Consumer Policy Service
υπηρεσία προστασίας καταναλωτώνConsumer Policy Service
υποστηρικτική υπηρεσίαexecutive office
υποστηρικτική υπηρεσίαback office