DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing πρόσβαση | all forms
GreekPortuguese
αρχή για την πρόσβαση του κοινουprincipio de publicidade
γενική πρόσβαση των επισκεπτών στους χώρους δοκιμαστικής καλλιέργειαςacesso geral à parcela de ensaio por parte de visitantes
εγγυημένη και έναντι τιμήματος πρόσβασηacesso garantido contra remuneração
ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής τουlivre acesso a qualquer atividade assalariada que pretenda exercer
Κώδικας συμπεριφοράς όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής και του ΣυμβουλίουCódigo de conduta em matéria de acesso do público aos documentos da Comissão e do Conselho
οδηγία για την πρόσβασηDiretiva Acesso
οδηγία για την πρόσβασηDiretiva relativa ao acesso e interligação de redes de comunicações eletrónicas e recursos conexos
οδηγία για την πρόσβασηDiretiva acesso
οδηγία σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τουςDiretiva Acesso
οδηγία σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τουςDiretiva relativa ao acesso e interligação de redes de comunicações eletrónicas e recursos conexos
οδηγία σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τουςDiretiva acesso
πρόσβαση στο φάκελοacesso ao processo
πρόσβαση στο φάκελο της Επιτροπήςacesso ao processo da Comissão
τέλος για την πρόσβαση στην τράπεζα δεδομένων του Γραφείουimportância a pagar para acesso ao banco de dados do Instituto