Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Law
containing
μείωση του
|
all forms
|
in specified order only
Greek
French
αυτεπάγγελτη
μείωση του
ζητούμενου ποσού
réduction d'office du montant demandé
μείωση της προοδευτικής ανόδου του φόρου
limitation de la progressivité de l'impôt
μείωση του
αριθμού των εργαζομένων
diminution de personnel
μείωση του
αριθμού των εργαζομένων
diminution des effectifs
μείωση του
αριθμού των εργαζομένων
diminution du personnel
μείωση του
αριθμού των εργαζομένων
diminution d'effectifs
μείωση του
εταιρικού κεφαλαίου
réduction du capital social
μείωση του
προσωπικού
diminution des effectifs
μείωση του
προσωπικού
diminution de personnel
μείωση του
προσωπικού
diminution du personnel
μείωση του
προσωπικού
diminution d'effectifs
μείωση του
χρόνου εργασίας
diminution des horaires
μείωση του
χρόνου εργασίας
réduction de la durée de travail
μείωση του
χρόνου εργασίας
réduction des heures de travail
μείωση του
χρόνου εργασίας
réduction des horaires
μείωση του
χρόνου εργασίας
réduction de la durée du travail
μείωση του
χρόνου εργασίας
diminution du nombre d'heures de travail
μείωση του
χρόνου εργασίας
diminution des heures de travail
μείωση του
χρόνου εργασίας
diminution de la durée de travail
προοδευτική
μείωση του
φόρου
décote
προοδευτική
μείωση του
φόρου
atténuation dégressive de la taxe
Get short URL