DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing απορρίπτω | all forms
GreekFrench
απορρίπτω αίτησηrejeter une requête
απορρίπτω την αγωγήrejeter l'action
απορρίπτω το ένδικο μέσο της αναίρεσης ως απαράδεκτοrejeter le pourvoi en cassation
δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγήjugement rejetant l'action
το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπάle recours est rejeté pour le surplus