DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing δοκιμασία | all forms
GreekDanish
ανοσοβιολογική δοκιμασίαimmunassay
ανοσοβιολογική δοκιμασίαimmunoassay
ανοσοβιολογική δοκιμασίαimmunanalyse
ανοσολογική δοκιμασίαimmunassay
ανοσολογική δοκιμασίαimmunoassay
ανοσολογική δοκιμασίαimmunanalyse
δοκιμασία ανάκτησηςgenfindingstest
δοκιμασία αναγωγής ΚαουρίKauri reduktionsprøve
δοκιμασία απλώματος με το δάχτυλοopdupning
δοκιμασία απόπλυσηςvaskeægthedsprøve
δοκιμασία επιταχυνόμενης έκθεσηςaccelereret vejrbestandighedsprøvning
δοκιμασία ευκαμψίας σε κωνικό άξοναbøjeprøve på konisk dorn
δοκιμασία ευκαμψίας σε σφήναkilebøjeprøve
δοκιμασία θραύσης σε τάσηsprængningsprøve
δοκιμασία θραύσης σε τάσηbrudprøve
δοκιμασία Καουρί-βουτανόληςKauributanolprøve
δοκιμασία μαχαιριούknivprøve
δοκιμασία μονοξειδίου του άνθρακα του BoettgerBøttgers kuliltepåvisning
συσκευή για τη δοκιμασία της αντοχής σε φλυκταίνωσηblister box
τροποποιημένη δοκιμασία AFNOR T 90-302modificeret AFNOR T 90-302 test
τυφλή δοκιμασίαblindprøve
χημική δοκιμασίαkemisk test